- περισαμοτατος
- περισαμότατοςπερισᾱμότατοςдор. superl. к περίσημος См. περισημος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περισαμότατος — περισᾱμότατος , περίσημος very famous masc nom superl sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσημος — ον, δωρ. τ. περίσαμος, ον, Α πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διά σημος] … Dictionary of Greek